- περικείρω
- ΝΜΑκουρεύω ολόγυραμσν.1. φονεύω, αποδεκατίζω («τὰ νῶτα τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως περικείροντος», Θεοφύλ. Σιμ.)2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («περικείρει τὸ εἰωθός», Μητρόφ.)αρχ.1. μτφ. κατασκάβω, κατακρημνίζω («τῶν Ἐκβατάνων ἀκρόπολιν περικείρας», Αιλ.)2. (η μτχ. θηλ. ως κύριο όν.) Περικειρομένητίτλος κωμωδίας τού Μενάνδρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κείρω «κουρεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.